- βατράχι
- και βατράχιο, το (AM βατράχιον)1. μικρός βάτραχος, βατραχάκι2. βάτραχος3. κύστη του υπογλώσσιου σιαλογόνου αδένα που οφείλεται σε απόφραξη του εκφορητικού πόρου του4. κοινή ονομασία του γένους φυτών Ρανούγκουλος| | νεοελλ. ιστίο σε σχήμα ρόμβουαρχ.1. η κοιλότητα της οπλής του αλόγου2. ο λίθος μαλαχίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βατράχι < αρχ. βατράχιον, υποκορ. του βάτραχος].
Dictionary of Greek. 2013.